- γαμπριάτικος
- -η, -οο σχετικός με το γαμπρό: Σε μια βδομάδα παντρεύεται και ακόμα δεν αγόρασε το γαμπριάτικο κουστούμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαμπριάτικος — η, ο 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γαμπρό («γαμπριάτικη φορεσιά», «γαμπριάτικα ρούχα») 2. το (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπριάτικα α) η φορεσιά τού γαμπρού β) τα δώρα που δίνει ο γαμπρός στη νύφη πριν απ τον γάμο … Dictionary of Greek
γαμπρήσιος — α, ο ο γαμπριάτικος … Dictionary of Greek
γαμπρίκιος — α, ο 1. ο γαμπριάτικος 2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γαμπρίκια α) τα δώρα τού γαμπρού στη νύφη πριν απ τον γάμο β) προγαμιαία δωρεά που δίνεται στον γαμπρό … Dictionary of Greek